- λαιμός
- (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της τραχείας και του οισοφάγου, τον θυρεοειδή και τους παραθυρεοειδείς αδένες. Στον λ. βρίσκονται επίσης μεγάλα αιμοφόρα αγγεία, όπως οι καρωτίδες και οι σφαγίτιδες φλέβες, καθώς και μεγάλοι νευρικοί κλάδοι.
* * *(I)ο, στον πληθ. και, ετερογενώς, τα λαιμά (AM λαιμός)1. το τμήμα τού σώματος τών σπονδυλοζώων που ενώνει το κεφάλι με τους ώμους και το στήθος και τού οποίου ο σκελετός σχηματίζεται από τους αυχενικούς σπονδύλους («ὁ δέ μιν φθάμενος βάλε δουρὶ λαιμὸν ὑπ' ἀνθερεῶνα», Ομ. Ιλ.)2. το εσωτερικό μέρος αυτού τού τμήματος τού σώματος, που περιλαμβάνει τμήματα από όργανα τού αναπνευστικού και τού πεπτικού συστήματος, όπως είναι ο λάρυγγας, ο φάρυγγας, οι αμυγδαλές (α. «μέ πονούν τα λαιμά μου» β. «οὔπως ἄν ἔμοιγε φίλον κατὰ λαιμὸν ἰείη οὐ πόσις», Ομ. Ιλ.)3. το στενότερο άνω τμήμα δοχείου ή φιάλης («ο λαιμός τής στάμνας»)νεοελλ.1. το μπροστινό μέρος τού λαιμού, σε αντιδιαστολή με τον τράχηλο, τον αυχένα2. το γύρω από τον λαιμό στενό μέρος τού ρούχου, το περιλαίμιο («ο λαιμός τού φορέματος είναι στενός και δεν μού μπαίνει»)3. μαθ. ο γεωμετρικός τόπος τών κεντρικών σημείων τών γενετειρών τών ευθειογενών επιφανειών, αλλ. γραμμή σύσφιγξης4. βοτ. α) το άνω λεπτό μέρος τού αρχεγονίου διά μέσου τού οποίου διέρχεται το ανθηρίδιο για να φθάσει στο ωοκύτταροβ) το μέρος τού φυτού που ενώνει τη ρίζα με τον βλαστό και που, πρακτικά, αντιστοιχεί με το τμήμα που εφάπτεται στο έδαφος5. εδαφική διαμόρφωση που μοιάζει με λαιμό («ο λαιμός τής Βουλιαγμένης»)6. το τμήμα τού κορμού τού κίονος που βρίσκεται κάτω από το κιονόκρανο7. ναυτ. α) το ανώτατο τμήμα τής στήλης ιστού που τή συνδέει με το επιστήλιο, κυ. κολομπίριβ) το τμήμα τού κορμού τής άγκυρας από το οποίο αρχίζουν οι βραχίονες8. φρ. α) «δεν πάει να κόψει τον λαιμό του» ή «ας κόψει τον λαιμό του» — λέγεται από εκείνον που αδιαφορεί για ό,τι πρόκειται να κάνει ή να πάθει κάποιοςβ) «μέ πήρε στον λαιμό του» — έγινε αίτιος να πάθω μεγάλο κακόγ) «μού κάθεται στον λαιμό» — μού προξενεί αντιπάθεια και αγανάκτησηδ) «έβγαλα τον λαιμό μου να σέ φωνάζω» — σε φωνάζω τόσες ώρες ώστε βράχνιασα.[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστική λ. αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση τής λ. με τα λαιδρός, λαιός «αριστερός» ή λαμυρός, λάμια δεν φαίνεται πιθ.ΠΑΡ. αρχ. λαιμάσσω, λαιμίζω, λαιμώσσω(αρχ. μσν.) λαιμώνεοελλ.λαιμαριά, λαιμικός.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) λαίμαργος, λαιμητόμοςαρχ.λαιμοδακής, λαιμοπέδη λαιμόρρυτος, λαιμότμητος, λαιμοτόμας, λαιμότομος, λαιμοτόμοςνεοελλ.λαιμόδεσμος, λαιμοδέτης, λαιμόδετος. (Β' συνθετικό) νεοελλ. άλαιμος, γυμνόλαιμος, κοντόλαιμος, μακρόλαιμος, μικρόλαιμος, πονόλαιμος, χοντρόλαιμος].————————(II)λαιμός, -ή, -όν (Α)1. λαίμαργος, αδηφάγος2. αναιδής, αναίσχυντος3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) λαιμάμε αναίδεια, αναίσχυντα.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητικός σχηματισμός τού λαιμώ].
Dictionary of Greek. 2013.